- ηδυχρουν
- ἡδύχρουνἡδύ-χρουντό благовонная мазь для кожи (hedychrum Cic.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἡδύχρουν — ἡδύχρους of sweet complexion masc/fem acc sg ἡδύχρους of sweet complexion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύχρους — ἡδύχρους, ουν και οος, οον (AM) 1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα») 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν γένος εντόμων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
μετάκειμαι — (Α) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος αλλού, κείμαι σε άλλο μέρος («εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», Πλάτ.) 2. είμαι αλλαγμένος, έχω υποστεί μεταβολή («ἐφ ἡμῶν μετάκειται τὸ ἔθος», Διον. Αλ.) 3. (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια… … Dictionary of Greek